Πρόταση για καθιέρωση φόρου στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές στα 27 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Η Επιτροπή παρουσίασε σήμερα πρόταση για την καθιέρωση φόρου στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές στα 27 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο φόρος θα επιβάλλεται σε όλες τις συναλλαγές επί χρηματοοικονομικών μέσων μεταξύ χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων εφόσον ένα τουλάχιστον από τα συμβαλλόμενα μέρη βρίσκεται στην ΕΕ. Οι συναλλαγές που αφορούν μετοχές ή ομόλογα θα φορολογούνται με συντελεστή 0,1% και εκείνες που αφορούν συμβάσεις επί παραγώγων με συντελεστή 0,01%. Με τον τρόπο αυτό θα καταστεί δυνατή η άντληση περίπου 57 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως. Η Επιτροπή πρότεινε την έναρξη ισχύος του φόρου αυτού από την 1η Ιανουαρίου 2014.

Η Επιτροπή αποφάσισε να προτείνει ένα νέο φόρο στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές για 2 λόγους.

Πρώτον, για να εξασφαλιστεί η δίκαιη συνεισφορά του χρηματοπιστωτικού τομέα σε μια περίοδο δημοσιονομικής εξυγίανσης στα κράτη μέλη. Ο εν λόγω τομέας συνετέλεσε στη γένεση της οικονομικής κρίσης. Οι κυβερνήσεις και οι ευρωπαίοι φορολογούμενοι ευρύτερα επωμίστηκαν το κόστος της διάσωσης και στήριξης του χρηματοπιστωτικού τομέα. Επιπλέον, ο συγκεκριμένος τομέας υπόκειται επί του παρόντος σε χαμηλότερη φορολογία σε σύγκριση με άλλους τομείς. Με την πρόταση θα προκύψουν σημαντικά πρόσθετα φορολογικά έσοδα από τον χρηματοπιστωτικό τομέα για την τόνωση των δημοσίων οικονομικών.

Δεύτερον, ένα συντονισμένο πλαίσιο σε ενωσιακό επίπεδο θα βοηθήσει στην ενδυνάμωση της ενιαίας αγοράς της ΕΕ. Σήμερα, 10 κράτη μέλη επιβάλλουν κάποια μορφή φόρου στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Με την πρόταση θα καθιερωθούν νέοι κατώτατοι φορολογικοί συντελεστές στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές στην ΕΕ. Αυτό θα βοηθήσει να μειωθούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στην ενιαία αγορά, να αποθαρρυνθούν οι ριψοκίνδυνες συναλλαγές και να θεσπιστούν συμπληρωματικά ρυθμιστικά μέτρα, προκειμένου να αποφευχθούν μελλοντικές κρίσεις. Η θέσπιση φόρου στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές σε ενωσιακό επίπεδο θα ενισχύσει τη θέση της ΕΕ για την προώθηση κοινών κανόνων με σκοπό την καθιέρωση ενός τέτοιου φόρου σε παγκόσμιο επίπεδο, ιδίως μέσω της G20.

Τα έσοδα από τον φόρο θα κατανεμηθούν ανάμεσα στην ΕΕ και τα κράτη μέλη. Μέρος του φόρου θα χρησιμοποιηθεί ως ίδιος πόρος της ΕΕ ο οποίος θα μειώσει εν μέρει τις εθνικές συνεισφορές. Τα κράτη μέλη ενδέχεται να αποφασίσουν να αυξήσουν το τμήμα των εσόδων τους φορολογώντας τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές με υψηλότερο συντελεστή.

Ο κ. Algirdas Šemeta, αρμόδιος Επίτροπος για θέματα φορολογίας και τελωνειακής ένωσης, ελέγχου και καταπολέμησης της απάτης, δήλωσε: «Με την πρόταση αυτή, η Ευρωπαϊκή Ένωση γίνεται προπομπός στην παγκόσμια εφαρμογή ενός φόρου στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Το εγχείρημά μας είναι εύλογο και εφικτό. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ο φόρος αυτός μπορεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των πολιτών της ΕΕ, δηλαδή να συνεισφέρει ο χρηματοπιστωτικός τομέας το μερίδιο που του αναλογεί. Είμαι πεπεισμένος ότι οι εταίροι μας στην G20 θα αντιληφθούν ότι είναι προς το συμφέρον τους να μας ακολουθήσουν».

Πλαίσιο

Σε όλα σχεδόν τα κράτη μέλη της ΕΕ, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε λόγω της κρίσης από 60% το 2007 σε 80% τα επόμενα έτη. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας έλαβε σημαντική χρηματοδοτική στήριξη από τις κυβερνήσεις. Τα κράτη μέλη της ΕΕ διέθεσαν 4,6 τρισεκατομμύρια ευρώ για τη διάσωση του τομέα αυτού κατά τη διάρκεια της κρίσης. Παράλληλα, ο χρηματοπιστωτικός τομέας επωφελήθηκε από χαμηλή φορολογία τα τελευταία χρόνια, ενώ το φορολογικό πλεονέκτημα του οποίου τυγχάνει ανέρχεται σε περίπου 18 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως λόγω της απαλλαγής των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών από τον ΦΠΑ. Η καθιέρωση ενός νέου φόρου στον χρηματοπιστωτικό τομέα θα εξασφαλίσει ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα συνεισφέρουν στο κόστος της οικονομικής ανάκαμψης και θα αποθαρρύνονται οι ριψοκίνδυνες και αντιπαραγωγικές συναλλαγές.

Με τον νέο αυτό φόρο επιδιώκεται η φορολόγηση του 85% των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών μεταξύ των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Οι πολίτες και οι επιχειρήσεις δεν θα φορολογούνται. Τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια, τα τραπεζικά δάνεια, οι ασφαλιστικές συμβάσεις και οι λοιπές συνήθεις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες που διενεργούνται από ιδιώτες ή από μικρές επιχειρήσεις εξαιρούνται του πεδίου εφαρμογής της πρότασης.

Η Επιτροπή εξετάζει την ιδέα της φορολόγησης του χρηματοπιστωτικού τομέα εδώ και αρκετούς μήνες. Στις 29 Ιουνίου 2011 η Επιτροπή ανακοίνωσε, στο πλαίσιο του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου, ότι θα προτείνει τη θέσπιση φόρου στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές ως ιδίου πόρου για τον προϋπολογισμό της ΕΕ (IP/11/799, MEMO/11/468).

Της απόφασης προηγήθηκε ανάλυση διαφόρων φορολογικών εργαλείων, προκειμένου να καταστεί δυνατή η συνεισφορά του χρηματοπιστωτικού τομέα στην ανάκαμψη της οικονομίας της ΕΕ.

Παράλληλα, η Επιτροπή διερευνά από το 2009 με τους διεθνείς εταίρους της στην G20 (στο Πίτσμπουργκ και στο Τορόντο) τρόπους για την εισαγωγή ενός φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών σε παγκόσμιο επίπεδο.

Τα επόμενα στάδια

Η πρόταση θα συζητηθεί από όλα τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Συμβουλίου των Υπουργών της ΕΕ και η Επιτροπή θα την παρουσιάσει στη σύνοδο κορυφής της G20 τον προσεχή Νοέμβριο.

Δείτε επίσης στην ίδια κατηγορία